- γεωγραφώ
- γεωγράφησα1. περιγράφω τα γεωγραφικά φαινόμενα.2. παριστάνω σε γεωγραφικό χάρτη την επιφάνεια της Γης, χαρτογραφώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεωγραφώ — ( έω) (AM γεωγραφῶ), έω) [γεωγράφος] περιγράφω ολόκληρη την επιφάνεια τής γης ή μέρος της αρχ. (ουδ. μτχ. παθ. ενεστ.) γεωγραφούμενα, τα τα Γεωγραφικά τού Στράβωνος … Dictionary of Greek
γεωγράφῳ — γεώγραφος earth describing masc/fem/neut dat sg γεωγράφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγράφωι — γεωγράφῳ , γεώγραφος earth describing masc/fem/neut dat sg γεωγράφῳ , γεωγράφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγεωγράφητος — η, ο [γεωγραφώ] 1. αυτός που δεν ξέρει γεωγραφία, που δεν έχει γεωγραφικές γνώσεις 2. (για χώρες) αυτός που δεν έχει περιγραφεί γεωγραφικά 3. ακατατόπιστος, απληροφόρητος … Dictionary of Greek
γεωγραφίζω — 1. γεωγραφώ* 2. χαρτογραφώ … Dictionary of Greek